- λαγάρισμα
- το (Μ λαγάρισμα) [λαγαρίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λαγαρίζω, καθάρισμα, λαμπικάρισμα, ραφινάρισμα, απαλλαγή από κάθε ξένη ουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθάρισμα — το [καθαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθαρίζω, απαλλαγή από βρομιές, πάστρεμα («τα ρούχα θέλουν καθάρισμα») 2. απομάκρυνση κάθε αχρήστου ή επιβλαβούς, απολέπισμα, ξεφλούδισμα 3. λαμπικάρισμα, λαγάρισμα, καταστάλαγμα 4. μτφ. φόνος,… … Dictionary of Greek
λαγάρωμα — το [λαγαρούμαι] διήθηση, διύλιση, λαμπικάρισμα, λαγάρισμα … Dictionary of Greek